πατραλοίας

πατραλοίας
και πατραλῴας και πατρολῴας και πατραλώας και πατρολόας, ὁ, Α
ο φονέας τού πατέρα του ή αυτός που δέρνει, που κακοποιεί μέχρι θανάτου τον πατέρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, -τρός + -αλοίας (< ἀλοιῶ, επικ. τ. τού ἀλοῶ «χτυπώ, μαστιγώνω» < ἀλωή* «αλώνι»), πρβλ. μητρ-αλοίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πατραλοίας — πατραλοίᾱς , πατραλοίας one who slays masc acc pl πατραλοίᾱς , πατραλοίας one who slays masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατραλοῖα — πατραλοίας one who slays masc voc sg πατραλοίας one who slays masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατραλοιῶν — πατραλοίας one who slays masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατραλοῖαι — πατραλοίας one who slays masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατραλοίαις — πατραλοίας one who slays masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατραλοίαισι — πατραλοίας one who slays masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατραλοίου — πατραλοίας one who slays masc gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατραλοία — πατραλοίᾱ , πατραλοίας one who slays masc gen sg (doric aeolic) πατραλοίᾱ , πατραλοίας one who slays masc nom/voc/acc dual πατραλοίᾱ , πατραλοίας one who slays masc voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • отьчегоубитель — ОТЬЧЕГОУБИТЕЛ|Ь (1*), Ѧ с. Отцеубийца: Зевесь… прелюбодѣиникъ ѥсть… и ѡч҃егѹбитель (πατραλοίας) ГА XIV1, 43г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • отьчеоубииць — ОТЬЧЕОУБИИЦ|Ь (2*), А с. То же, что отьцеѹбиица: Иже десѧть лѣ(т) ѡц҃а ч(с)тивъ. ѥдинѹ же ˫азвѹ послѣди наведъ. токмо не ˫ако бл҃гдтель чтетьсѧ. нъ ˫ако ѡч҃еѹбиѥць ˫авлѧѥтьсѧ. (πατραλοίας) ПНЧ 1296, 165 об; ѡставивъше || бо бл҃гоч(с)тнаго и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”